- εὐκατάλυτος
- εὐκατάλυτοςeasy to overthrowmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκατάλυτος — εὐκατάλυτος, ον (Α) αυτός που καταλύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα λυτος (< κατα λύω), πρβλ. α κατά λυτος, δυσ κατά λυτος] … Dictionary of Greek
εὐκατάλυτον — εὐκατάλυτος easy to overthrow masc/fem acc sg εὐκατάλυτος easy to overthrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταλύτου — εὐκατάλυτος easy to overthrow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταλύτους — εὐκατάλυτος easy to overthrow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάλυτα — εὐκατάλυτος easy to overthrow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταλυτωτέρα — εὐκαταλυτωτέρᾱ , εὐκατάλυτος easy to overthrow fem nom/voc/acc comp dual εὐκαταλυτωτέρᾱ , εὐκατάλυτος easy to overthrow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)